βαρύλογος

βαρύλογος
βᾰρῠλογος
1 vented in bitter words

βαρυλόγοις ἔχθεσιν P. 2.55


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βαρύλογος — η, ο (Α βαρύλογος, ον) νεοελλ. αυτός που είναι βαρύς στα λόγια, λιγομίλητος αρχ. εκείνος που λέει βαριά, υβριστικά λόγια …   Dictionary of Greek

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

  • βαρυλόγοις — βαρύλογοις masc/fem/neut dat pl βαρύλογος vented in bitter words masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”